ἀναριθμήτους

ἀναριθμήτους
ἀναρίθμητος
not to be counted
masc/fem acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… …   Dictionary of Greek

  • безмѣрьныи — (46) пр. 1.Неизмеримый, огромный: въ дворьци прѣчюдьнѣ... бѩше свѣтъ безмѣрьныи чисть. и цвѣтове мънози различьни. Изб 1076, 269 об.; ˫ако в пучину безмѣрну славы б҃жь˫а принекне(м). ГБ XIV, 6в; оустрои. безмѣрную ту бездьну. Пал 1406, 4а; къ… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • μυριαχώς — μυριαχῶς (Μ) επίρρ. με αναρίθμητους τρόπους («Λαοδικεῑς μυριαχῶς ἐκάκωσεν», Νικ. Χων.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρίος + επιρρμ. κατάλ. αχώς (πρβλ. μοναχῶς)] …   Dictionary of Greek

  • μυριαύχενος — μυριαύχενος, ον (Μ) (για την ύδρα) αυτός που έχει αναρίθμητους αυχένες, πολλά κεφάλια. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + αύχενος (< αὐχήν, αὐχένος), πρβλ. πολυ αύχενος] …   Dictionary of Greek

  • μυριοτρόφος — μυριοτρόφος, ον (Μ) αυτός που τρέφει αναρίθμητους ανθρώπους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + τρόφος (< τρέφω)] …   Dictionary of Greek

  • μυριόβλαστος — μυριόβλαστος, ον (Μ) αυτός που έχει μυρίους, δηλ. αναρίθμητους βλαστούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + βλαστός] …   Dictionary of Greek

  • μυριόηχος — η, ο αυτός που έχει αναρίθμητους και ποικίλους ήχους («η βουή χιλιόφωνη και μυριόηχη εκατρακυλούσεν από μακρινές αποστάσεις», (Καρκαβ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + ἦχος. Η λ. μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Ακρόπολις] …   Dictionary of Greek

  • μυριόκαρπος — μυριόκαρπος, ον (Α) αυτός που παράγει αναρίθμητους καρπούς («τὰν ἄβατον θεοῡ φυλλάδα μυριόκαρπον», Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + καρπός] …   Dictionary of Greek

  • μυριόκυκλος — μυριόκυκλος, ον (Α) αυτός που έχει, που σχηματίζει αναρίθμητους κύκλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + κύκλος] …   Dictionary of Greek

  • μυριότοκος — μυριότοκος, ον (Μ) αυτός που αποφέρει αναρίθμητους τόκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < μυρι(ο) * + τοκος (< τόκος < τίκτω)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”